Πως συνδέεται η έλλειψη εργατών γης στη Δυτική Μακεδονία με την Ε.Ε.
Σε μεγάλο πρόβλημα για όσους δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή τομέα, εξελίσσεται η έλλειψη εργατικών χεριών σε περιόδους αιχμής στις καλλιέργειες. Στην Κοζάνη, μια περιοχή που βρίσκεται σε διαδικασία μετάβασης λόγω της απολιγνιτοποίησης, ενώ δίνεται έμφαση στην ενασχόληση με τις δυναμικές και σπάνιες καλλιέργειες, όπως ο Κρόκος Κοζάνης, δυστυχώς η έλλειψη εργατικών χεριών αποτελεί εμπόδιο για την εξέλιξή τους.
Ο Κρόκος Κοζάνης χαρακτηρίζεται από πολλούς ως το «Χρυσάφι της Ελληνικής Γης» λόγω των θρεπτικών και ευεργετικών συστατικών του αλλά και της τιμής του αφού είναι περιζήτητος και δεν καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Σε πρόσφατο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ο Χρόνος» Κοζάνης», ο Πρόεδρος του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης Βασίλης Μητσόπουλος ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως τα εργατικά χέρια ειδικά στην μετά Covid εποχή αποτελούν τεράστιο θέμα και πρόβλημα για τους καλλιεργητές. «Το πρόβλημα εδώ εντείνεται ακόμα περισσότερο και είναι κρίμα που δεν μπορούν να βρεθούν περισσότερα χέρια. Έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες όπως το να έρθουν εργάτες γης από μακρινές περιοχές όπως το Βιετνάμ και η Αίγυπτος, αλλά θα πρέπει να τους απασχολήσουν για περισσότερο καιρό καθώς η δική μας καλλιέργεια διαρκεί 10-15 ημέρες και οι παραγωγοί μας δεν έχουν τις υποδομές για να φιλοξενήσουν τόσο κόσμο» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στον αντίποδα, στην Περιφέρεια Κρήτης, η οποία συγκεντρώνει το τουριστικό ενδιαφέρον του καλοκαιριού και όχι μόνο και αποτελεί μια από τις πλουσιότερες περιφέρειες της χώρας, λόγω της υψηλής ζήτησης για την συγκομιδή ελιάς η ΔΥΠΑ «τρέχει» επιδοτούμενο πρόγραμμα, με το οποίο καλεί τους άνεργους Δυτικομακεδόνες να δουλέψουν ως εργάτες γης στην Κρήτη. Η περίοδος εργασίας είναι μέχρι τον Φεβρουάριο του 2024 και ο αριθμός των ανέργων που θα απασχοληθούν ανέρχεται σε 500. Μάλιστα πέραν του επιδόματος, έχει προβλεφθεί και επίδομα μετακίνησης και μετεγκατάστασης ύψους συνολικά 500 ευρώ ανά μήνα.
Η Κομισιόν, μιλώντας για την πολιτική συνοχής της ΕΕ αναφέρει πως «η πολιτική για τις περιφερειακές επενδύσεις της ΕΕ αποτελεί τη βασική επενδυτική πολιτική της ΕΕ. Απευθύνεται σε όλες τις περιφέρειες και τις πόλεις της ΕΕ με σκοπό τη στήριξη της δημιουργίας θέσεων εργασίας, της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, της οικονομικής ανάπτυξης, της βιώσιμης ανάπτυξης και της βελτίωσης της ποιότητας της ζωής των πολιτών».
Πρόθεσή της δηλαδή είναι να άρει τις ανισότητες και να υποστηρίζει τις προσπάθειες της ΕΕ για την περιφερειακή πολιτική με σκοπό την ενίσχυση της αλληλεγγύης και την προώθηση της ανάπτυξης. Στην περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας θα περίμενε κανείς ένα πρόγραμμα που θα λειτουργούσε και αντίστροφα, δηλαδή να επιδοτεί εργατικά χέρια για να έρθουν στην περιοχή για αγροτικές εργασίες.
Στην Ελλάδα, υπάρχουν ανάγκες για πρόσθετο εργατικό δυναμικό, υπάρχουν όμως από την άλλη πλευρά διοικητικές πρακτικές και νομικοί περιορισμοί που εμποδίζουν τη μετανάστευση ανθρώπων από τρίτες χώρες για να δουλέψουν σε άλλες χώρες, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, η Δυτική Μακεδονία επί δύο δεκαετίες υπήρξε η περιοχή με τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ πλέον έχει πέσει στην πέμπτη θέση τη μεγαλύτερη μείωση πληθυσμού σε όλη τη χώρα (10,3%). Σημαντικό είναι το γεγονός πως μόνο το 11,5% των ατόμων που ζουν σε αγροτικές περιοχές, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εργάζονται πάνω στους τομείς της γεωργίας.
Το πρόβλημα λοιπόν, δεν μπορεί να λυθεί με τη μετακίνηση ή τη μετεγκατάσταση μόνιμων κατοίκων για δουλειά λίγων μηνών σε άλλες περιοχές, αλλά με τη δημιουργία των κατάλληλων υποδομών και επενδύσεων με ευκαιρίες κατάρτισης και ποιοτικής εκπαίδευσης, κοινωνικές και πολιτιστικές εγκαταστάσεις και ελκυστικές ευκαιρίες απασχόλησης υψηλής ποιότητας, για να μείνουν οι Δυτικομακεδόνες στον τόπο τους.
Η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία και η πολιτική συνοχής όχι μόνο δεν απαγορεύει την θέσπιση κινήτρων και δημιουργία προγραμμάτων με τοπικά κίνητρα αλλά ενθαρρύνει τη χρηματοδότηση ειδικών μέτρων μέσω του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων, με ειδικό προϋπολογισμό για τις περιφέρειες με σοβαρές και μόνιμες οικονομικές και δημογραφικές δυσκολίες και υπογραμμίζει την ανάγκη για δημιουργία συνεργειών, όπου είναι δυνατόν, μεταξύ της πολιτικής συνοχής και της κοινής γεωργικής πολιτικής για να αντιμετωπιστεί η μείωση του πληθυσμού των αγροτικών περιοχών. Ωστόσο «συγκρούεται» με την εθνική πολιτική με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται η επιθυμητή από την Ευρώπη σύγκλιση. Πρόκειται για ένα θέμα που θα πρέπει να μπει στην ατζέντα των επερχόμενων ευρωεκλογών όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από άλλα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις.
Θένια Βασιλειάδου
Κοζάνη, Δεκέμβριος 2023