Δικαίωμα στην εργασία ίσον δικαίωμα στη ζωή. Αυτονόητο θεωρητικά για όλους, αλλά τι γίνεται στην πράξη;

Όπως και πολλοί άλλοι κλάδοι, ο πολιτισμός και τα επαγγέλματα που εντάσσονται σ’ αυτόν υπόσχονται σε πολλές περιπτώσεις πείνα και στέρησγ, με την κυριολεκτική έννοιά τους, μιας και στην Ελλάδα, όπως και σε αρκετά κράτη της ΕΕ, η δουλειά του καλλιτέχνη δεν πληρώνει καλά- αν, και όποτε, και όσους πληρώνει φυσικά.

Πριν από σχεδόν έναν χρόνο, το προεδρικό διάταγμα ΠΔ85 στην Ελλάδα , που εξίσωνε τα πτυχία των αποφοίτων των καλλιτεχνικών σχολών (ιδιωτικών και δημόσιων μη πανεπιστημιακών) με τα απολυτήρια λυκείου αποτέλεσε την αφορμή μιας μεγάλης κινητοποίησης και μιας μια μεγάλης κουβέντας στην χώρα μας για τις εργασιακές συνθήκες στον χώρο των καλλιτεχνών. Και έχει ενδιαφέρον ότι πήραν θέση σε αυτή τη συζήτηση ακόμη και καλλιτέχνες που ανήκουν στο (τηλεοπτικό, κινηματογραφικό, μουσικό) «σταρ σύστεμ», οι οποίοι προφανώς δεν πεινάνε, αλλά έχουν περάσει από καταστάσεις στέρησης για να ασχοληθούν με την τέχνη τους.

Το ΠΔ ήταν ένα ακόμα χτύπημα για τους εργαζόμενους και σπουδαστές στην τέχνη, οι οποίοι ενώθηκαν για να προβληθούν όλες οι παθογένειες του κλάδου. Απλήρωτες πρόβες, μη μισθολογική στήριξη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, χαμηλοί μισθοί και εργασιακή επισφάλεια, έλλειψη συλλογικών συμβάσεων, σε σημείο που για τους περισσότερους καλλιτέχνες είναι αδύνατο να βιοπορίζονται αποκλειστικά από τη δουλειά στο θέατρο, το σινεμά, τις μουσικές σκηνές.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο κινηματογράφος, όπου «η ήδη υπάρχουσα εργασιακή επισφάλεια έχει ενισχυθεί από την κατάργηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος για όλες τις ειδικότητες του κλάδου το 2014, καθώς εν τέλει δεν παίζουν κανέναν ρόλο τα ακαδημαϊκά δικαιώματα στον εργασιακό χώρο, ενώ παράλληλα, οι ελλείψεις του χώρου είναι πολλές, ειδικά στον τομέα της διεύθυνσης φωτογραφίας, εικονοληψίας και μακινιστικού, τομείς που ενέχουν σοβαρό κίνδυνο και ευθύνη», όπως είχε δηλώσει σε αντίστοιχο ρεπορτάζ στον ιστότοπο «Ραπόρτο» εκπρόσωπος της Σχολής Κινηματογράφου Σταυράκου, οι σπουδαστές της οποίας συμμετείχαν ενεργά στις κινητοποιήσεις.

Εκείνη την περίοδο, συνθήματα, όπως «Σε εσάς που μας ακούτε» ή «Τώρα θα μας ακούσετε» ακούγονταν δυνατά στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, με μια κινητοποίηση που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ή μια από τις μεγαλύτερες του καλλιτεχνικού κόσμου στη χώρα.

Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δεν άκουσε και σταδιακά οι φωνές των καλλιτεχνών ακούγονταν όλο και λιγότερο. Άκουσε, όμως, η ΕΕ;

Μια και η υποβάθμιση του πολιτισμού δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά πανευρωπαϊκό φαινόμενο, τον Φεβρουάριο του 2023, κατατέθηκαν ερωτήματα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την ένταξη των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων των καλλιτεχνών στη νομοθεσία της ΕΕ και την αναγνώριση των καλλιτεχνικών σπουδών ως τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την άνιση μεταχείρισή τους σε σχέση με άλλους κλάδους (2 από τις ερωτήσεις κατατέθηκαν από τον ευρωβουλευτή Αλέξη Γεωργούλη, που τότε ανήκει στην ομάδα The Left). Οι απαντήσεις που δόθηκαν εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν ήταν πολύ ενθαρρυντικές για τη διάθεση μιας πανευρωπαϊκής λύσης στο πρόβλημα.

H πρώτη ερώτηση, απαντήθηκε από την κ. Gabriel εξ ονόματος της Επιτροπής η οποία ανέφερε ότι, αν και το 2018 το Συμβούλιο εξέδωσε σύσταση σχετικά με την προαγωγή της αυτόματης αμοιβαίας αναγνώρισης όλων των τίτλων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και κατάρτισης, που ορίζει ότι, σε περίπτωση που ένας τίτλος σπουδών παρέχει πρόσβαση στο επόμενο επίπεδο σπουδών σε ένα κράτος μέλος, οι εκπαιδευόμενοι θα πρέπει να έχουν παρόμοια δικαιώματα όταν υποβάλλουν αίτηση για περαιτέρω σπουδές σε άλλο κράτος μέλος, η Κομισιόν «δεν σχεδιάζει επί του παρόντος την επέκταση των μέσων που προβλέπει η οδηγία 2005/36/ΕΚ, όπως η ευρωπαϊκή επαγγελματική ταυτότητα ή οι κοινές αρχές κατάρτισης, σε καλλιτέχνες και εργαζομένους στον τομέα του πολιτισμού».

Επιπλέον, στο δεύτερο ερώτημα, για την αναβάθμιση των καλλιτεχνικών σπουδών απαντήθηκε πως «η εκπαίδευση αποτελεί πρωταρχική αρμοδιότητα των κρατών μελών, τόσο όσον αφορά την οργάνωση όσο και το περιεχόμενό της», αλλά «η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει στα κράτη μέλη το είδος και το επίπεδο των προς αναγνώριση προσόντων σε ολόκληρη την Ευρώπη».

Οι απαντήσεις αν μη τι άλλο αποπνέουν έναν αέρα στασιμότητας για τον κλάδο, ωστόσο, ακόμα πιο πρόσφατα, ο πολιτισμός ήρθε και πάλι στο προσκήνιο ως συζήτηση, αυτή τη φορά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου εγκρίθηκε έκθεση νομικής πρωτοβουλίας, αναφορικά με τη θέσπιση μέτρων για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των επαγγελματιών στον δημιουργικό και πολιτισμικό τομέα, με 433 ψήφους υπέρ, 100 κατά και 99 αποχές.

Η έκθεση πρότεινε πως απαιτούνται νομοθετικά μέτρα, καθώς ο πολιτισμός, που «απασχολεί το 3,8% του ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού και αντιπροσωπεύει το 4,4% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ, δεν προστατεύεται επαρκώς. Ατυπες μορφές εργασίας, μη σταθερό εισόδημα και λιγότερες δυνατότητες συλλογικών διαπραγματεύσεων, υψηλότερος κίνδυνος υποαμειβόμενης ή μη αμειβόμενης εργασίας, ψευδούς αυτοαπασχόλησης και καταχρηστικών ρητρών εξαγοράς επικρατούν στον κλάδο. Οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, θέτουν επίσης προκλήσεις», ανέφερε η έκθεση του ΕΚ.

Έπειτα από την ψηφοφορία, που έλαβε χώρα στις 21 Νοεμβρίου φέτος, η Κομισιόν έχει πλέον 3 μήνες για να απαντήσει σχετικά με τα προτεινόμενα μέτρα, τα οποία θα πρέπει να αφορούν στην δημιουργία ευρωπαϊκών προτύπων και κύκλων προγραμμάτων για τους εργαζόμενους στον καλλιτεχνικό τομέα, όπως τα προγράμματα «Δημιουργική Ευρώπη» και «Ορίζων Ευρώπη», μεταξύ άλλων.

«Πρέπει να διαλύσουμε το μύθο του φτωχού καλλιτέχνη», τόνισε σε δήλωσή του ο συνεισηγητής της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας του ΕΚ, Ισπανός ευρωβουλευτής, Domènec Ruiz Devesa, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δήλωση του Ολλανδού βουλευτή του ΕΛΚ, Antonius Manders, ο οποίος έχοντας εργαστεί ως καλλιτέχνης για χρόνια γνωρίζει τις προκλήσεις και τα οφέλη της δουλειάς αυτής. «Οι τομείς του πολιτισμού και της δημιουργίας είναι ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και ταυτότητας», ανέφερε.

Αξίζει, ακόμη, να σημειωθεί πως τα τελευταία χρόνια, πολλά κράτη μέλη της ΕΕ ξεκίνησαν διαδικασίες προκειμένου η κατάσταση στον πολιτισμό να γίνει πιο βιώσιμη. Μερικά μόνο παραδείγματα είναι η Αυστρία και η «Διαδικασία Δικαιοσύνης» που ξεκίνησε, η Ισπανία με το λεγόμενο «Καθεστώς του Καλλιτέχνη» και το Βέλγιο, που εισήγαγε «επίδομα εργασίας» στον τομέα των τεχνών.

Μπορεί, λοιπόν, οι ελληνικές κινητοποιήσεις να μην κατέληξαν να προσφέρουν στους καλλιτέχνες ακριβώς αυτά, για τα οποία πάλεψαν, έθεσαν, όμως, από ό,τι φαίνεται τις βάσεις για έναν ευρωπαϊκό διάλογο για καλύτερες και πιο ελπιδοφόρες συνθήκες απασχόλησης στον πολιτισμό. Και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ καλούνται να αποδείξουν ότι έχουν κάποιο ρόλο να παίξουν σ’ αυτό.

Βιργινία Κιμπουροπούλου

Αθήνα, Δεκέμβριος 2023